προσθήκη

προσθήκη
η, ΝΜΑ [προστίθημι]
1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ.
γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.)
2. συμπλήρωση, επαύξηση
3. το μέρος που προστίθεται, το συμπλήρωμα*
νεοελλ.
(κυρίως για κτίσματα) επέκταση
αρχ.
1. πρόσθετη πληρωμή
2. (σχετικά με αξία) πρόσθετος χαρακτηρισμός («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῡ δικαίου καὶ ἀδίκου», Δημοσθ.)
3. γεγονός, απλό περιστατικό («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῑν», Αλεξ.)
4. βοήθεια, αρωγή, επικουρία (α. «προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν», Πλούτ.
β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», Δημοσθ.)
5. γραμμ. μόριο («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος», Λογγίν.)
6. τόκος
7. πρόοδος
8. το τμήμα τής εκκλησίας που είναι πρόσθετο στο ιερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσθήκη — addition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκῃ — προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκη — η προσάρτηση, συμπλήρωμα, αυτό που προσθέτεται: Κάνε μια προσθήκη στο περιθώριο του κειμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσθήκηι — προσθήκῃ , προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθηκῶν — προσθήκη addition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθῆκαι — προσθήκη addition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκαις — προσθήκη addition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκην — προσθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήκης — προσθήκη addition fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”